- νηπιότης
νηπιότης, ητος, ἡ, Kindheit, Unmündigkeit, kindisches Wesen, Thorheit; παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν, Plat. Legg. VII, 808 e; Sp., wie Luc. Halc. 3; ἀπὸ νηπιότητος, S. Emp. adv. math. 24, von Kindheit an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπιότης, ητος, ἡ, Kindheit, Unmündigkeit, kindisches Wesen, Thorheit; παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν, Plat. Legg. VII, 808 e; Sp., wie Luc. Halc. 3; ἀπὸ νηπιότητος, S. Emp. adv. math. 24, von Kindheit an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπιότης — νηπιότης, ἡ (ΑΜ) [νήπιος] η περίοδος τής βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας τού ανθρώπου αρχ. 1. (κατ επέκτ.) η παιδική ηλικία 2. παιδαριώδης τρόπος συμπεριφοράς, παιδαριωδία, ανοησία 3. παιδική αθωότητα 4. το να έχει εισέλθει κανείς για πρώτη φορά στη… … Dictionary of Greek
νηπιότης — childhood fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιότησιν — νηπιότης childhood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιότητα — νηπιότης childhood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιότητας — νηπιότης childhood fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιότητες — νηπιότης childhood fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιότητι — νηπιότης childhood fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιότητος — νηπιότης childhood fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπυτία — νηπυτία, ἡ (Α) [νηπύτιος] νηπιότης* … Dictionary of Greek
ՏՂԱՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0882 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 12c գ. νηπιότης infantia ἀπαλότης teneritas. Տղայ գոլն. մանկութիւն. տղայական հասակ կամ բարք. տխմարութիւն. եւ առաջինզ ժամանակն մարդկութեան. մատաղութիւն. տղակութիւն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)