- νηπτικός
νηπτικός, nüchtern, der mäßig lebt, ὁ νήφειν εἰωϑώς, Gramm. Bei Plut. Symp. 7, 6, 3 Gegensatz von πολυπότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπτικός, nüchtern, der mäßig lebt, ὁ νήφειν εἰωϑώς, Gramm. Bei Plut. Symp. 7, 6, 3 Gegensatz von πολυπότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι … Dictionary of Greek
νηπτικόν — νηπτικός sober masc acc sg νηπτικός sober neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτάτην — νηπτικός sober fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτέροις — νηπτικός sober masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικῶς — νηπτικός sober adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικῷ — νηπτικός sober masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτέρα — νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc/acc comp dual νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτέραν — νηπτικωτέρᾱν , νηπτικός sober fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)