δί-λοφος

δί-λοφος

δί-λοφος, zweigipfelig; πέτρα, der Parnaß, Soph. Ant. 1113.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λόφος — back of the neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • Λόφος — Sp Lòfas Ap Λόφος/Lofos L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • λόφος — ο ύψωμα γης χαμηλότερο από το βουνό: Έχτισε ένα σπιτάκι στην κορυφή του λόφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσών, λόφος — Αρχαιότατος λόφος της Αθήνας, ύψους 147 μ., που βρίσκεται ανατολικά του λόφου της Πνύκας και νοτιοδυτικά απέναντι από την Ακρόπολη. Ο λόφος αυτός είχε ονομαστεί έτσι γιατί ήταν αφιερωμένος στις Μούσες. Από παρερμηνεία θεωρήθηκε πως πήρε το όνομά… …   Dictionary of Greek

  • Καπιτώλιο ή Καπιτωλίνος λόφος — (Capitolium). Μικρός λόφος της Ρώμης, ΒΔ του Παλατίνου λόφου, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη της αρχαίας πόλης και ο ναός του Δία. Είχε υψόμετρο 46 49 μ. λόγω των δύο κορυφών του, στη μία από τις οποίες βρισκόταν η ακρόπολη και στη …   Dictionary of Greek

  • Αβεντίνος λόφος — Ένας από τους επτά λόφους, ο νοτιότερος, πάνω στους οποίους είχε χτιστεί η Ρώμη. Κατοικήθηκε για πρώτη φορά την εποχή του βασιλιά Άγκου Μάρτιου και, παρότι βρισκόταν μέσα στο τείχος του Σέρβιου Τούλιου, έμεινε έξω από τα όρια της πόλης για… …   Dictionary of Greek

  • Κυρινάλιος λόφος — (Mons Quirinalis). Ένας από τους επτά λόφους της Ρώμης, στην αριστερή όχθη του Τίβερη. Έλαβε την ονομασία του από τον ομώνυμο ναό που φιλοξενούσε στην κορυφή του. Προτού ο Σέρβιος διαιρέσει την περιοχή σε συνοικίες, ονομαζόταν λόφος (collis), ενώ …   Dictionary of Greek

  • Λυκαβηττός — Λόφος (277 μ.) στο κέντρο της Αθήνας, κωνικού σχήματος. Η πρόσβαση στον λόφο διευκολύνεται με τελεφερίκ. Στην κορυφή του Λ. υπάρχει η εκκλησία του Άη Γιώργη (που παλαιότερα είχε δώσει την ονομασία σε όλο τον λόφο), ενώ στη δυτική πλαγιά βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • Αρδηττός — Λόφος της Αθήνας, πάνω από το Παναθηναϊκό στάδιο· οφείλει το όνομά του, σύμφωνα με τους αρχαίους γραμματικούς, στον αττικό ήρωα Αρδήττη, που ήταν ο πρώτος που κατόρθωσε να μονιάσει τους πολίτες της Αθήνας και να βάλει φραγμό στις συχνές… …   Dictionary of Greek

  • Ζαφέρ Παπούρα — Λόφος (300 μ.) της Κρήτης. Βρίσκεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την αρχαία Κνωσό. Στην περιοχή του βρέθηκε νεκροταφείο της τελευταίας υστερομινωικής περιόδου με πλούσιους σε κτερίσματα τάφους (13ος 14ος αι. π.Χ.). Το όνομά του οφείλεται στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”