δί-θυρος

δί-θυρος

δί-θυρος, mit zwei Thüren; νεώς, Janustempel, Plut. Num. 20; vgl. Man. 5, 319; τὰ δίϑυρα, Loge mit zwei Thüren, podium, Pol. 27, 1, 6; – mit zwei Schaalen, Klappen, Arist. H. A. 4, 4; gen. anim. 3, 2. – Nach VLL. ist att. γραμματεῖον δίϑυρον = δίπτυχον; vgl. Luc Ner. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεψίθυρος — κλεψίθυρος, ὁ (Μ) αυτός που εισέρχεται κάπου κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος, κρουσί θυρος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κρουσίθυρος — κρουσίθυρος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπά την πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. τό κρουσίθυρον (ενν. μέλος) νυκτωδία, σερενάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος, ψευδοδί θυρος. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου …   Dictionary of Greek

  • πολύθυρος — η, ο / πολύθυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές θύρες ή πολλά παράθυρα («πολυθύρους αὐλάς», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει πολλές τρύπες («γέρων φαλακρός, τριβώνιον ἔχων πολύθυρον», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει πολλά ελάσματα ή φύλλα («δέλτου μὲν… …   Dictionary of Greek

  • σύνθυρος — ον, Μ συγκάτοικος, γείτονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυρος (< θύρα), πρβλ. παρά θυρος] …   Dictionary of Greek

  • τετράθυρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις θύρες ή τέσσερα ανοίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θυρος (< θύρα «πόρτα»), πρβλ. ἑξά θυρος] …   Dictionary of Greek

  • τρίθυρον — τὸ, Α 1. τρεις θύρες μαζί 2. κτήριο με τρεις θύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θυρος (< θύρα), πρβλ. δί θυρος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρθυρος — η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος] …   Dictionary of Greek

  • μονόθυρος — η, ο (Α μονόθυρος, ον) 1. αυτός που έχει μία πόρτα («μονόθυρη αίθουσα») 2. (για πόρτα) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο 3. (για μαλάκιο) αυτό που έχει μόνο μία θυρίδα αρχ. (για σπήλαιο) αυτός που έχει μία είσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θυρος (< …   Dictionary of Greek

  • παράθυρος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θύρα 2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ παράθυρος (ενν. θύρα) η πλαϊνή θύρα 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παράθυρος (ενν. Λίθος) λίθος που αποτελούσε μέρος τής πλαϊνής πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θυρος (< θύρα «πόρτα»] …   Dictionary of Greek

  • πρόθυρος — ὁ, Α θυρωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρος (< θύρα)] …   Dictionary of Greek

  • Lathyrismus — La|thyrịsmus [zu gr. λαϑυρος = Name einer Schotenpflanze (davon die botanische nlat. Gattungsbezeichnung Lathyrus = eine Platterbsengattung)] m; : chronische Vergiftung bei überwiegender Ernährung mit den Samen bestimmter Platterbsen (z. B.… …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”