δί-οπτρον

δί-οπτρον

δί-οπτρον, τό, = διόπτρα; οἶνος δ. ἀνϑρώποις Alcaeus bei Tzetz. zu Lycophr. 212, er läßt in das Innere des Menschen hineinblicken.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

  • σύνοπτρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύνοψις ἄστρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οπτρον < θ. οπ (βλ. λ. ὄπωπα) + επίθημα τρον (πρβλ. δί οπτρον)] …   Dictionary of Greek

  • ένοπτρον — ἔνοπτρον, το (Α) 1. καθρέφτης 2. κάθε επιφάνεια που αντανακλά, που μοιάζει με καθρέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + οπτρον < θ. οπ (πρβλ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρις — κάτοπτρις, όπτριδος, ἡ (Α) κάτοπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. τού κάτ οπτρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”