δί-μορφος

δί-μορφος

δί-μορφος, doppeltgestaltig, Lycophr. 111. 892; vom Hermaphroditen, D. Sic. exc. p. 519, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • θεόμορφος — η, ο (Α θεόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή θεού, ο ωραίος σαν θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, πολύ μορφος. Ο νεοελλ. τ. < θε (βλ. θεο ) + όμορφος (< εύ μορφος)] …   Dictionary of Greek

  • ετερόμορφος — η, ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ ό, τι είναι σύνηθες νεοελλ. 1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή 2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος 3. (για έντομα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… …   Dictionary of Greek

  • ζητόμορφος — ο (Α ζητόμορφος) σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα Ζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτα (Ζ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ζωόμορφος — η, ο (Α ζῳόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή ζώου, ζωοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, δύσ μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ηερόμορφος — ἠερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοακτινόμορφος — ἡλιοακτινόμορφος, ον (AM) αυτός που έχει τη μορφή τών ακτινών τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ακτίς, ίνος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόμορφος — και λιόμορφος, η, ο (AM ἡλιόμορφος, ον) αυτός που έχει το σχήμα τού ήλιου νεοελλ. μσν. ωραίος σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ητόμορφος — ο σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα Η. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτα + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • θεατρόμορφος — θεατρόμορφος, ον (Α) θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”