δί-δραχμος

δί-δραχμος

δί-δραχμος, von zwei Drachmen (δραχμή), zwei Drachmen werth, Arist. Oec. 2, 36 u. Sp.; δίδραχμοι ὁπλῖται, Thuc. 3, 17, die zwei Drachmen Sold täglich bekommen; τὸ δίδραχμον, eine Doppeldrachne, Poll., N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δραχμοῖσι — δραχμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογδοηκοντάδραχμος — ο (Α ὀγδοηκοντάδραχμος, ον) (για τιμή ή αξία) αυτός που ανέρχεται σε ογδόντα δραχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. εικοσά δραχμος] …   Dictionary of Greek

  • οκτάδραχμος — ὀκτάδραχμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές 2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτάδραχμος φόρος οκτώ δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα… …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάδραχμος — ὀκτωκαιδεκάδραχμος, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δεκαοκτώ δραχμών («πωλῶν τὰς κριθὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά δραχμος] …   Dictionary of Greek

  • πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… …   Dictionary of Greek

  • πεντακοσιόδραχμος — η, ο / πεντακοσιόδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που αποτελείται από 500 δραχμές νεοελλ. 1. αυτός που αξίζει πεντακόσιες δραχμές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντακοσιόδραχμο χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών, πεντακοσάρικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι, αι, α… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντάδραχμος — η, ο / πεντηκοντάδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει αξία ίση με πενήντα δραχμές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοντάδραχμο χάρτινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο αρχ. το ουδ. ως ουσ. χρυσό νόμισμα ονομαστικής αξίας πενήντα …   Dictionary of Greek

  • τετράδραχμος — η, ο / τετράδραχμος, ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν) νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές… …   Dictionary of Greek

  • τρίδραχμος — η, ο / τρίδραχμος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν) νόμισμα τριών δραχμών αρχ. 1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίδραχμος φόρος τριών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά… …   Dictionary of Greek

  • εξακοσιόδραχμος — η, ο αυτός που έχει αξία εξακοσίων δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακόσιοι + δραχμος < δραχμή. Η λ. εξακοσιάδραχμος μαρτυρείται από το 1891 στον Κωνστ. Αίσωπο] …   Dictionary of Greek

  • μονόδραχμος — η, ο (Α μονόδραχμος, ον) αυτός που έχει αξία μιας δραχμής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μονόδραχμο νόμισμα μιας δραχμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δραχμος (< δραχμή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”