- παρ-ετάζω
παρ-ετάζω, danebenstellen und vergleichen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ετάζω, danebenstellen und vergleichen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετάζω — (ΑΜ ἐτάζω) (συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.) το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α Παραλειπομένων αρχ. μσν. υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ… … Dictionary of Greek
παρετάζω — Α 1. (Κατά τον Ησύχ.) εξετάζω κάτι συγκρίνοντας το με κάτι άλλο, παραβάλλω 2. θεωρώ κάτι ως αποδεκτό, επιδοκιμάζω 3. μέσ. παρετάζομαι πετυχαίνω τη συγκατάθεση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐτάζω «εξετάζω, ερευνώ»] … Dictionary of Greek