δί-κωλος

δί-κωλος

δί-κωλος, zweigliedrig; σφενδόναι Lycophr. 636. Bei Gramm. u. Rhett. = zwei κῶλα, Satzglieder, habend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • κώλος — ο 1. τα οπίσθια, τα πισινά, το κατώτερο άκρο του εντερικού σωλήνα. 2. το μέρος των ρούχων που αντιστοιχεί στα πισινά: Τρύπησε ο κώλος του παντελονιού μου. 3. ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.ά., πάτος: Άνοιξε ο κώλος του κοφινιού. 4. η φράση «είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωλώνω — [κώλος] 1. πάω προς τα πίσω με τα νώτα, οπισθοχωρώ («το πλοίο κώλωσε» το πλοίο ανέκρουσε πρύμνη) 2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω πριν φτάσω στον προορισμό μου 3. κάνω κάποιον να γυρίσει πίσω 4. σταματώ μόλις συναντήσω ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία ή… …   Dictionary of Greek

  • κατάκωλος — ο 1. αυτός που βρίσκεται στο εσώτατο σημείο 2. το ουδ. ως ουσ. το κατάκωλο α) το εσώτατο σημείο β) μυχός κόλπου. επίρρ... κατάκωλα 1. στο εσώτατο σημείο 2. στον μυχό κόλπου ή λιμανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κωλος (< κῶλον «έντερο»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μακρόκωλος — μακρόκωλος, ον (AM) μσν. αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.) αρχ. 1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες 2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιαρόκωλος — η, ο 1. αυτός που έχει μαλλιαρό πρωκτό, δασύπρωκτος 2. (το αρσ. στην κλητ.) μαλλιαρόκωλε σκωπτική προσφώνηση για νεαρό που έχει περάσει πλέον την παιδική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλιαρός + κώλος (πρβλ. χαμηλό κωλος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκωλος — μεγαλόκωλος, ον (Α) (για ακρίδα) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κωλος (< κῶλον), πρβλ. μονό κωλος] …   Dictionary of Greek

  • μελανόκωλος — μελανόκωλος, ον (ΑM) αυτός που έχει μαύρα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κῶλον (πρβλ. αγκυλό κωλος, ορθό κωλος)] …   Dictionary of Greek

  • ονόκωλος — ὀνόκωλος, ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις) (ως προσωνυμία τού φαντάσματος τής Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλό κωλος] …   Dictionary of Greek

  • ορθόκωλος — ὀρθόκωλος, ον (Α) αυτός που έχει άκαμπτα, τεντωμένα σκέλη, ορθόκυλλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κωλος (< κῶλον «σκέλος»), πρβλ. μακρό κωλος] …   Dictionary of Greek

  • Иллирийский язык — Страны: юг Австрии, запад Венгрии, Словения, Хорватия, Босния и Герцеговина, Черногория, Сербия, Албания …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”