δί-κωπος

δί-κωπος

δί-κωπος, zweiruderig; σκάφος, ἐλάτη, Eur. Alc. 252. 446; Sp., wie Pol. 34, 3, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιστιόκωπος — ἱστιόκωπος, ἡ (Α) (ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό κωπος, φιλό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • κερόκωπος — κερόκωπος, ον (Μ) αυτός που έχει κώπη, δηλ. λαβή, από κέρατο («ξίφος κερόκωπον», Μοσχόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κωπος (< κώπη), πρβλ. ελεφαντό κωπος, σιδηρό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόκωπος — μακρόκωπος, ον (Α) αυτός που έχει μακριά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. ελεφαντό κωπος, σιδηρό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • εύκωπος — εὔκωπος, ον (Α) (για σκάφη) αυτός που έχει καλά κουπιά, που προχωρεί εύκολα με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κωπος (< κώπη), πρβλ. επί κωπος] …   Dictionary of Greek

  • λιπόκωπος — λιπόκωπος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λαβή, ο χωρίς λαβή («λιποκώπους φασγανίδας» μαχαιρίδια ή ξίφη χωρίς λαβή, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • μελάγκωπος — μελάγκωπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρη λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κώπη (πρβλ. λιπό κωπος, φιλό κωπος)] …   Dictionary of Greek

  • μονόκωπος — η, ο (Α μονόκωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο κουπί νεοελλ. (για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • ορθιόκωπος — ὀρθιόκωπος, ον (Α) αυτός που κωπηλατεί όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + κωπος (< κώπη), προβ. επί κωπος] …   Dictionary of Greek

  • πεντάκωπος — ον, Α (για σκάφος) αυτός που έχει πέντε κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κωπος (< κώπη), πρβλ. δί κωπος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκωπος — η, ο / πολύκωπος, ον, ΝΑ (για πλοίο) αυτός που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. μονό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • πρόκωπος — η, ο / πρόκωπος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος αρχ. 1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή 2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”