- μαίευμα
μαίευμα, τό, das von der Hebamme gebrachte Kind, die Geburt, Plat. Theaet. 160 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαίευμα, τό, das von der Hebamme gebrachte Kind, die Geburt, Plat. Theaet. 160 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαίευμα — μαίευμα, τὸ (AM) [μαιεύομαι] 1. το βρέφος που γεννήθηκε με τη βοήθεια τής μαίας («σὸν μὲν παιδίον, ἐμὸν δὲ μαίευμα», Πλάτ.) 2. μτφ. καθετί που έρχεται στο φως («ὁ ἐν σωματίοις κείμενος λόγος... ἔστι τοῡ ὑποδεξαμένου κώδικος μαίευμα, σπαργανοῡντος … Dictionary of Greek
μαίευμα — product of a midwife s art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)