ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
ετερόζυξ — ἑτερόζυξ, ὁ, ἡ (ΑΜ) μσν. αυτός που είναι ζευγμένος μαζί με άλλον, ο ετερόζυγος αρχ. αυτός που είναι ζευγμένος μόνος στον ζυγό, χωρίς τον σύντροφό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ά ζυξ, ομό ζυξ] … Dictionary of Greek
ισόζυξ — ἰσόζυξ, υγος, ὁ (Α) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ζυξ (< θ. ζυγ , πρβλ. ε ζύγ ην, παθ. αόρ. τού ζεύγνυμι*), πρβλ. μελανό ζυξ, πρωτό ζυξ] … Dictionary of Greek
μελανόζυξ — μελανόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ ἄταν» οδήγησε μέσα στη λίμνη τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. πλοίο με μαύρους κωπηλάτες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζυξ (< ζεύγνυμι … Dictionary of Greek
μονόζυξ — μονόζυξ, ό και ἡ (Α) 1. μόνος, μονάχος 2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει άντρα ή αυτή που τήν εγκατέλειψε ο άντρας της («εὐνατῆρα προπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό»), πρβλ. μελανό … Dictionary of Greek
νεόζυξ — νεόζυξ, ὁ και ἡ (Α) νεοζυγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. μονό ζυξ] … Dictionary of Greek
οκτάζυξ — ὀκτάζυξ, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που αποτελείται από οκτώ ζυγά, από οκτώ ζεύγη, που διαιρείται σε οκτώ λωρίδες, σε οκτώ σειρές («ὀκτάζυγος οἴμου» δρόμου που αποτελείται από οκτώ λωρίδες, Παύλ. Σιλεντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ζυξ (<… … Dictionary of Greek
ομόζυξ — ὁμόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ) 1. ομόζυγος («ὁμόζυξ μετὰ τοῡ ἡνιόχου πρὸς ταῡτα ἀντιτείνει», Πλάτ.) 2. σύζυγος αρχ. 1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο 2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» λίθοι τού ίδιου είδους με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * +… … Dictionary of Greek
παράζυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με άλλον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οι παράζυγες οι υπεράριθμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ζυξ (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ζυγός), πρβλ. σύ ζυξ] … Dictionary of Greek
περίζυξ — υγος, ὁ, ἡ, και περίζυγος, ον, Α 1. αυτός που περισσεύει από το ζευγάρι, αυτός που πλεονάζει (α. «περίζυγα ἱμάντα» ιμάντα για να αντικαταστήσει, αν χρειαστεί, τον έναν από τους δύο, Ξεν. β. «ἐνωτίδια περίζυγα», επιγρ.) 2. σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πρωτόζυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ ο πρωτόζευκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ὁμό ζυξ] … Dictionary of Greek