- δί-αττος
δί-αττος, nach Hesych. das Sieb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-αττος, nach Hesych. das Sieb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άττος — (attus). Γένος αρθροπόδων αραχνών που ζουν σε χώρες του βόρειου ημισφαιρίου. Είναι έντομα μικρά σε μέγεθος που κυνηγούν τη λεία τους με επιθετικό τρόπο. Κατοικούν στα σπίτια ή κάτω από πέτρες ή και κορμούς δέντρων. Λέγονται και σαλταδόροι, γιατί… … Dictionary of Greek