- δί-ϊσθμος
δί-ϊσθμος, durch eine Landenge getrennt, Or. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-ϊσθμος, durch eine Landenge getrennt, Or. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἰσθμός — neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμός — neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… … Dictionary of Greek
ισθμός — ο 1. στενή λωρίδα ξηράς που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο κομμάτια ξηράς: Ισθμός της Κορίνθου. 2. στενό τμήμα κάποιου οργάνου του σώματος που ενώνει δύο μεγαλύτερα: Ισθμός μήτρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιεράπετρας, ισθμός — Ισθμός του νομού Λασιθίου, στο Λιβυκό πέλαγος. Βλ. λ. Λασιθίου, νομός … Dictionary of Greek
Ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοῖο — ἰσθμός neck masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοῖς — ἰσθμός neck masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)