- δί-χᾱλος
δί-χᾱλος, dor. = δίχηλος, später die gewöhnliche Form, s. Lob. zu Phryn. 639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-χᾱλος, dor. = δίχηλος, später die gewöhnliche Form, s. Lob. zu Phryn. 639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχαλος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που έχει τρεις κορυφές («κῡμα τρίχαλον» η τρικυμία, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χαλος, δωρ. τ. τού χηλός (< χηλή /χαλά «νύχι, προεξοχή»), πρβλ. δί χηλος / δί χαλος] … Dictionary of Greek
τεσσαροχάλης — ο, Ν (σε αλιευτική βάρκα) είδος άγκυρας με τέσσερεις βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < τέσσερα + χαλός, διαλ. λ. που σημαίνει «αιχμή» και είναι μάλλον αραβ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek