παρ-ισάζω

παρ-ισάζω

παρ-ισάζω, = παρισόω, Clem. Al. u. a. Sp. pass., S. Emp. adv. gramm. 167.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • παρισάζω — Α άλλος τ. τού παρισῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰσάζω (< ἴσος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”