δί-χρωμος

δί-χρωμος

δί-χρωμος, dasselbe, Luc. Prom. 4 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόχρωμος — η, ο (Μ ἑτερόχρωμος, ον) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • εφτάχρωμος — η, ο 1. αυτός που έχει επτά χρώματα, επτάχρωμος 2. συνεκδ. η ίριδα, το ουράνιο τόξο («το εφτάχρωμο δοξάρι τ ουρανού», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. δί χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • εύχρωμος — η, ο (Α βλ. εὔχρωμος, ον) βλ. εύχρους. επίρρ... εὐχρώμως (Α) πάπ. με εύχρωμο τρόπο, με υγιές και ανθηρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρωμος (< χρώμα < χρως), πρβλ. ά χρωμος, δί χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ζωηρόχρωμος — η, ο αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωηρός + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά χρωμος, μονό χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσόχρωμος — η, ο και θαλασσόχρους, ουν αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόχρωμος — η, ο (ΑΜ ἰδιόχρωμος, ον) αυτός που έχει δικό του φυσικό χρώμα αρχ. αυτός που διατηρεί ανεξίτηλο το χρώμα του, αυτός που δεν ξεθωριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ισόχρωμος — η, ο ομοιόχρωμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • κανελόχρωμος — και κανελλόχρωμος, η, ο αυτός που έχει το χρώμα τής κανέλας, κανελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανέλα + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. θαλασσό χρωμος, σταχτό χρωμος)] …   Dictionary of Greek

  • καστανόχρωμος — η, ο καστανός, καστανόχρους, με χρώμα σαν τού κάστανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. θαλασσό χρωμος, σταρό χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • μονόχρωμος — η, ο (Α μονόχρωμος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ομόχρωμος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, ον) αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”