δί-υγρος

δί-υγρος

δί-υγρος, durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῠμα Mel. 14 (XII, 69). Uebertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υγρός — υγρός, ή, ό και ογρός, ή, ό 1. που είναι σε ρευστή κατάσταση, ρευστός, νερουλός: Υγρή πίσσα. 2. διάβροχος, βρεγμένος, μουσκεμένος: Η πετσέτα είναι ακόμη υγρή. 3. που έχει υγρασία, που είναι διαποτισμένος από υδρατμούς: Υγρό κλίμα. 4. το ουδ. ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑγρός — wet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • ὑγρά — ὑγρός wet neut nom/voc/acc pl ὑγρά̱ , ὑγρός wet fem nom/voc/acc dual ὑγρά̱ , ὑγρός wet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρότερον — ὑγρός wet adverbial comp ὑγρός wet masc acc comp sg ὑγρός wet neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγροτάτων — ὑγρός wet fem gen superl pl ὑγρός wet masc/neut gen superl pl ὑγροτά̱των , ὑγρότης wetness fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγροτέραις — ὑγρός wet fem dat comp pl ὑγροτέρᾱͅς , ὑγρός wet fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγροτέρων — ὑγρός wet fem gen comp pl ὑγρός wet masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγροτέρως — ὑγρός wet adverbial comp ὑγρός wet masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρόν — ὑγρός wet masc acc sg ὑγρός wet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρότατα — ὑγρός wet adverbial superl ὑγρός wet neut nom/voc/acc superl pl ὑγρότᾱτα , ὑγρότης wetness fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”