δί-σκηπτρος

δί-σκηπτρος

δί-σκηπτρος, τιμή, zwei Reiche beherrschend, von den Atriden, Aesch. Ag. 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόσκηπτρος — μονόσκηπτρος, ον (Α) αυτός που κυβερνά μόνος του, μοναρχικά, με μοναρχικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκηπτρος (< σκῆπτρον), πρβλ. φιλό σκηπτρος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόσκηπτρος — ον, Α (για βασιλιά) αυτός που αγαπά το σκήπτρο, την βασιλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκηπτρος (< σκῆπτρον), πρβλ. μονό σκηπτρος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόσκαπτρος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που κρατά χρυσό σκήπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + σκαπτρος, δωρ. τ. τού σκηπτρος (< σκᾶπτρον, δωρ. τ. τού σκῆπτρον), πρβλ. φιλό σκηπτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”