δί-σωμος

δί-σωμος

δί-σωμος, dasselbe; ζῶον Man. 6, 233, u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σωμός — ο, Ν [σώνω (Ι) / σώζω] το να σώνεται, να τελειώνει κάτι, τελειωμός …   Dictionary of Greek

  • θηλυκόσωμον — θηλυκόσωμον, 68τό (Μ) παράσταση θηλυκού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς ουσιαστικοποιημένο ουδ. αμάρτυρου επιθ. *θηλυκό σωμος< θηλυκός + σωμος (< σώμα), πρβλ. εύ σωμος, μεγαλό σωμος] …   Dictionary of Greek

  • εύσωμος — η, ο (ΑΜ εὔσωμος, ον) αυτός που έχει καλή σωματική διάπλαση νεοελλ. σωματώδης, μεγαλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλό σωμος, τρί σωμος] …   Dictionary of Greek

  • θεόσωμος — θεόσωμος, ον (AM) αυτός που αναφέρεται στο σώμα τού θεού («ἡ θεόσωμος ταφή τού Κυρίου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλό σωμος, ολό σωμος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίσωμος — η, ο αυτός που έχει ωραίο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + σωμος (< σώμα), πρβλ. εύ σωμος, μικρό σωμος] …   Dictionary of Greek

  • κοντόσωμος — η, ο κοντός στο ανάστημα, μικρόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλό σωμος, μικρό σωμος] …   Dictionary of Greek

  • χιονόσωμος — ον, Α αυτός που έχει χιονόλευκο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + σωμος (< σώμα), πρβλ. λεπτό σωμος, μεγαλό σωμος] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοσωμός — ο συντριβή τής καρδιάς, στενοχώρια, μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σωμός (< σώνω «τελειώνω»), πρβλ. απο σωμός] …   Dictionary of Greek

  • μονόσωμος — μονόσωμος, ον (Α) αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμα («κοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σωμος (< το θ. τής ονομ. τής λ. σώμα ατος), πρβλ. μεγαλό σωμος] …   Dictionary of Greek

  • ομόσωμος — ὁμόσωμος, ον (Μ) αυτός που αποτελεί ένα σώμα με κάποιον («ὁμόσωμοι αὐτῆς [τῆς ἐκκλησίας] καὶ τρόφιμοι», Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σωμος (< σῶμα), πρβλ. μεγαλό σωμος] …   Dictionary of Greek

  • πάνσωμος — ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή υπάρχει σε όλο το σώμα («ἐπενεγκόντες πληγὰς πανσώμους», Νικ. Χων.). επίρρ... πανσώμως ΜΑ σε όλο το σώμα αρχ. με όλο το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωμος (< σῶμα), πρβλ. μεγαλό σωμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”