- δίς-παππος
δίς-παππος, ὁ, Urgroßvater.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίς-παππος, ὁ, Urgroßvater.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίσπαππος — δίσπαππος, ο (AM) προπάππος, ο πατέρας τού παππού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + πάππος] … Dictionary of Greek