δί-πλεθρος

δί-πλεθρος

δί-πλεθρος, zwei Plethren groß; Xen. An. 4, 3, 1, Luc. V. H. 1, 16; τὸ δίπλεϑρον, = διπλεϑρία, Pol. 34, 12, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντάπλεθρος — η, ο / πεντάπλεθρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει έκταση ίση με πέντε πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πλέθρον (πρβλ. δί πλεθρος, εξά πλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μυριόπλεθρος — μυριόπλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση μυρίων πλέθρων, ο μεγάλης έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + πλεθρος (< πλέθρον)] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντάπλεθρος — και ποιητ. τ. πεντηκονταπέλεθρος, ον, Μ αυτός που έχει έκταση ίση με πενήντα πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πλέθρον (πρβλ. δεκά πλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • τετράπλεθρος — ον, Α αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πλέθρον (πρβλ. ἑξά πλεθρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”