- δί-πυλος
δί-πυλος, zweithorig; σχῆμα πέτρας Soph. Phil. 940; τὸ τοῦ Ἰάνου δίπυλον, der zweithörige Janustempel, Plut. fort. Rom. 9. In Athen hießen die Θριάσιαι πύλαι auch τὸ δίπυλον, Pol. 16, 25, 7; Plut. Pericl. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-πυλος, zweithorig; σχῆμα πέτρας Soph. Phil. 940; τὸ τοῦ Ἰάνου δίπυλον, der zweithörige Janustempel, Plut. fort. Rom. 9. In Athen hießen die Θριάσιαι πύλαι auch τὸ δίπυλον, Pol. 16, 25, 7; Plut. Pericl. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πύλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… … Dictionary of Greek
Πύλος — Sp Pilas Ap Πύλος/Pylos L P Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ἔνθα πολλοὶ πτύουσι, πυλὸς ἐκεῖ γίνεται… — См. По капельке море, по зернышку ворох … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Pilos — Πύλος Pilos … Wikipedia Español
Πύλοι — Πύλος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλοι — πύλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύλοιο — Πύλος masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλοιο — πύλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύλον — Πύλος masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)