- παρ-εσχαρίτης
παρ-εσχαρίτης, ὁ, der für den Heerd zu sorgen hat, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εσχαρίτης, ὁ, der für den Heerd zu sorgen hat, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… … Dictionary of Greek