δέλετρον

δέλετρον

δέλετρον, τό, 1) = δέλεαρ, Opp. 2, 431. – 2) die Leuchte, Fackel, bei Ath. XV, 699 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δέλετρον — torch neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελέτρου — δέλετρον torch neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλετρα — δέλετρον torch neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλετρο — το (Α δέλετρον) νεοελλ. στρ. φορητό φανάρι με καλυμμένες αδιαφανώς τις τρεις πλευρές του αρχ. 1. δόλωμα 2. φανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλετρον με τη σημ. «δόλωμα» < (θ.) δελεF τού δέλεαρ* + (επίθημα) τρον, που δηλώνει όργανο. Η σημ. «φανάρι» που… …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”