- δέλφιξ
δέλφιξ, ικος, ἡ, = δελφινίς, Plut. Tib. Graech. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέλφιξ, ικος, ἡ, = δελφινίς, Plut. Tib. Graech. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέλφιξ — ( ικος), ο (Α) ο τρίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δελφοί, με άγνωστο πρότυπο σχηματισμού] … Dictionary of Greek
δέλφικα — δέλφιξ tripod masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέλφικι — δέλφιξ tripod masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek