δέαμαι

δέαμαι

δέαμαι, scheinen; Wurzel διF, vgl. δέελος, δῆλος, Curtius Grundzüge der Gr. Etymol. 1, 201 f 2, 97. 146 Buttm. Lexil. 2, 103. Bei Hom. einmal, Odyss. 6, 242 πρόσϑεν μέν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος δέατ' εἶναι, νῦν δὲ ϑεοῖσιν ἔοικε, Scholl. E τὸ δὲ ἐδέατο ἀντὶ τοῠ ἐδόκει, Scholl. H. δέατο, ἔδοξε, Scholl. T. V ἐδόκει, ἐφαίνετο; var. lect. δόατο, vgl. δοάσσατο. Das praes. indicat. bei Hesych., δέαται, φαίνεται, δοκεῖ; derselbe δεάμην· ἐδοκίμαζον, ἐδόξαζον. Vgl. Etymol. m. p. 252, 34. Der conjunct. praes. δέαται Inscr. Teg., s. Curtius Grundzüge 2, 146.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”