- δένδρειον
δένδρειον, τό, poet. = δένδρεον, Arat. Phaen. 1007; Nic. Th. 832.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δένδρειον, τό, poet. = δένδρεον, Arat. Phaen. 1007; Nic. Th. 832.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δένδρειον — το βλ. δένδρο … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek