- δέκ-αρχος
δέκ-αρχος, ὁ, Decemvir, Dion. Hal. 2, 14, öfter, als v. l. von δεκαδάρχης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέκ-αρχος, ὁ, Decemvir, Dion. Hal. 2, 14, öfter, als v. l. von δεκαδάρχης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κένταρχος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 46 κάτ.) της Σερίφου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου του νομού Κυκλάδων. * * * κένταρχος, ὁ (Μ) (Μ) (στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες,… … Dictionary of Greek