δέκτης

δέκτης

δέκτης, ὁ (δέχομαι), der Empfänger, Bettler, Homer einmal, Od. 4, 248. In dieser Stelle nahm ein cyclischer Dichter δέκτῃ als Eigennamen, Δέκτῃ; Aristarch erklärte = ἐπαίτῃ; s. Scholl. u. Eustath. p. 1494, 55 Apollon. Lexic. Homer. p. 57, 16 Lehrs Aristarch. p. 155.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δέκτης — receiver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκτης — I (Ανατ.). Νευρικό κύτταρο που αντιδρά σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, παράγοντας νευρικά ερεθίσματα. Δ. αποκαλείται και μία περιοχή στην επιφάνεια ενός κυττάρου, στην οποία πρέπει να συνδεθεί μία χημική ουσία του σώματος για να εκδηλωθεί το ειδικό …   Dictionary of Greek

  • δέκτης — ο 1. αυτός ο οποίος δέχεται κάτι που του στέλνουν, αποδέκτης, παραλήπτης. 2. ειδική συσκευή η οποία δέχεται ό,τι στέλνει ο πομπός, δηλ. τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα κτλ.: Δέκτης τηλεόρασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκτῆς — δεκτός to be received fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτῶν — δέκτης receiver masc gen pl δεκτός to be received fem gen pl δεκτός to be received masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκτη — δέκτης receiver masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκτην — δέκτης receiver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκτῃ — δέκτης receiver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”