- δέχνυμαι
δέχνυμαι, p. = δέχομαι, Orph. Arg. 566; Coluth. 1 60; Ant. Th. 33 (IX, 553).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέχνυμαι, p. = δέχομαι, Orph. Arg. 566; Coluth. 1 60; Ant. Th. 33 (IX, 553).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέχνυμαι — βλ. δέχομαι … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek