- δέσμευσις
δέσμευσις, ἡ, das Fesseln, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέσμευσις, ἡ, das Fesseln, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέσμευση — (Νομ.).Όρος που αναφέρεται στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται κάθε δικαιοπραξία για τα συμβαλλόμενα πρόσωπα. Ο χρόνος έναρξης και τερματισμού κάθε δ. έχει πολύ μεγάλη σημασία, γι’ αυτό και καθορίζεται με ακρίβεια στις σχετικές διατάξεις ή… … Dictionary of Greek