- δέσποσμα
δέσποσμα, τό, Herrschaft, Maneth. 4, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέσποσμα, τό, Herrschaft, Maneth. 4, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέσποσμα — ( ατος), το (Α) [δεσπόζω] η δεσποτική αρχή, η θέληση τού κυρίου … Dictionary of Greek
δεσπόσμασι — δέσποσμα act of authority neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)