- αμέριος
αμέριος, dor. für ἡμέριος, Eur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμέριος, dor. für ἡμέριος, Eur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημέριος — ἡμέριος, ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, ον) [ημέρα] μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριον καθημερινά αρχ. 1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.) 2. ημερήσιος, καθημερινός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοι οι θνητοί … Dictionary of Greek