- δέρις
δέρις, ιος, ἡ, = δέρη, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέρις, ιος, ἡ, = δέρη, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέρις — ( ιος), η (Α) 1. η δέρη 2. η δέρρις. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δέρη, αναλογικά προς το ράχις*] … Dictionary of Greek