- δάγμα
δάγμα, τό, = δῆγμα, Nic. Th. 119 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάγμα, τό, = δῆγμα, Nic. Th. 119 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάγμα — δόγμα, το (Α) δήγμα, δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω)] … Dictionary of Greek