δάκρῡμα

δάκρῡμα

δάκρῡμα, τό, das Geweinte, die Thräne, Aesch. Pers. 134; Eur. Andr. 92; der Gegenstand der Thränen, Orak. bei Her. 7, 169.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δάκρυμα — το (Α δάκρυμα) [δακρύω] νεοελλ. 1. το δακρυλόγημα («τού πεύκου τα δακρύματα») 2. η δακρύρροια, παθολογική κατάσταση τών ματιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή δακρύων αρχ. 1. αυτό για το οποίο κλαίει κάποιος 2. το δάκρυ …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • δακρύμασι — δακρύ̱μασι , δάκρυμα that which is wept for neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρύμασιν — δακρύ̱μασιν , δάκρυμα that which is wept for neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρύματα — δακρύ̱ματα , δάκρυμα that which is wept for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dak̂ru- —     dak̂ru     English meaning: tears     Deutsche Übersetzung: “Träne”     Grammatical information: n.     Material: Gk. δάκρυ, δάκρυον, δάκρυμα “tears”; out of it borrows altLat. dacruma, Lat. lacruma, lacrima ds. (with sabin. l?);     Note:… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”