- δάφνιος
δάφνιος, dasselbe, dah. Ἄρτεμις so heißt, Strab. VIII p. 343.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάφνιος, dasselbe, dah. Ἄρτεμις so heißt, Strab. VIII p. 343.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάφνιος — δάφνιος, α, ον (Α) 1. ο δάφνινος 2. το θηλ. ως ουσ. Δαφνία, η ονομασία τής Αρτέμιδος … Dictionary of Greek
δαφνίους — δάφνιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δαφνίᾳ — δαφνίᾱͅ , δάφνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)