- δάσμευσις
δάσμευσις, ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάσμευσις, ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάσμευσις — δάσμευσις, η (Α) διανομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάσμευσις φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. *δασμεύω < δασμός] … Dictionary of Greek
δάσμευσις — dividing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσμευσιν — δάσμευσις dividing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)