- μνάσιον
μνάσιον, τό, eine eßbare ägyptische Wasserpflanze, Theophr. H. Pl. 4, 9, die in der Landessprache μαλιναϑάλλη hieß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνάσιον, τό, eine eßbare ägyptische Wasserpflanze, Theophr. H. Pl. 4, 9, die in der Landessprache μαλιναϑάλλη hieß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνάσιον — και μναύσιον, τὸ (Α) το εδώδιμο ποώδες φυτό κύπειρος η βρώσιμος … Dictionary of Greek
μνασίον — και μνασίς, ἡ (Α) (στην Κύπρο) μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που ήταν ίσο με δύο μεδίμνους … Dictionary of Greek
μνασίον — μνᾱσίον , μιμνήσκω remind fut part act masc voc sg (doric aeolic) μνᾱσίον , μιμνήσκω remind fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μνασίον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανάσιος — μανάσιος, ὁ (Α) μέτρο χωρητικότητας σίτου στην Ήλιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μνασίς, μνασίον] … Dictionary of Greek
μνασίς — μνασίς, η (Α) βλ. μνασίον … Dictionary of Greek