μνάσις, ἡ, im E. G. 396, 10, wahrscheinlich = μνασίον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνασίς — μνασίς, η (Α) βλ. μνασίον … Dictionary of Greek
μανάσιος — μανάσιος, ὁ (Α) μέτρο χωρητικότητας σίτου στην Ήλιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μνασίς, μνασίον] … Dictionary of Greek
μνασίον — και μνασίς, ἡ (Α) (στην Κύπρο) μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που ήταν ίσο με δύο μεδίμνους … Dictionary of Greek