δηΐς

δηΐς

δηΐς, ίδος, ἡ, = δαΐς, Schlacht, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δηίφοβος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Πρίαμου και της Εκάβης. Όταν πέθανε ο Πάρις, παντρεύτηκε την Ελένη, την οποία αγαπούσε από τότε που ζούσε ο αδελφός του. Ήταν μεταξύ εκείνων που αντιτάχθηκαν στην παράδοση της Ελένης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”