μαθήτρια

μαθήτρια

μαθήτρια, , fem. zu μαϑητής, Schülerinn, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαθητρία — μαθητρίᾱ , μαθήτρια fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήτρια — η (AM μαθήτρια) βλ. μαθητής …   Dictionary of Greek

  • μαθητρίας — μαθητρίᾱς , μαθήτρια fem acc pl μαθητρίᾱς , μαθήτρια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητριῶν — μαθήτρια fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητρίαις — μαθήτρια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήτριαι — μαθήτρια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήτριαν — μαθήτρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Despina Vandi — Δέσποινα Βανδή Vandi performing at BOOM in Thessaloniki on 24 March 2007. Background information Birth name Despina M …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”