- δημώματα
δημώματα, τά (VLL. παίγνια), das Volk ergötzende, scherzhäfte Lieder, bei Ar. Pax 772 in dor. Form δαμ., Schol. τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημώματα, τά (VLL. παίγνια), das Volk ergötzende, scherzhäfte Lieder, bei Ar. Pax 772 in dor. Form δαμ., Schol. τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημώματα — δήμωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)