- βαθέη
βαθέη, ion. für βαϑεῖα, fem. zu βαϑύς, Hom., βαϑέης Iliad. 5, 142. 15, 606. 21, 213, βαϑέην Iliad. 16, 766.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθέη, ion. für βαϑεῖα, fem. zu βαϑύς, Hom., βαϑέης Iliad. 5, 142. 15, 606. 21, 213, βαϑέην Iliad. 16, 766.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθέῃ — βαθύς deep fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek