- μαλάχιον
μαλάχιον, τό, s. μαλάκιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλάχιον, τό, s. μαλάκιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλάχιον — και μαλάκιον και μολόχιον, τὸ (Α) [μαλάχη] γυναικείο κόσμημα που φοριόταν γύρω από τον λαιμό, περιδέραιο … Dictionary of Greek
μαλάχιον — neut nom/voc/acc sg μαλάχιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλαχίου — μαλάχιον neut gen sg μαλάχιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλαχίων — μαλάχιον neut gen pl μαλάχιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάχια — μαλάχιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάκιο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 208 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της ανατολικής ακτής του Παγασητικού κόλπου, ΝΑ του Βόλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτέμιδας. * * * το (AM μαλάκιο) [μαλακός] … Dictionary of Greek
μολόχιον — μολόχιον, τὸ (ΑΜ) μσν. η μολόχα αρχ. βλ. μαλάχιον … Dictionary of Greek