- παρ-ερπύζω
παρ-ερπύζω (ἑρπύζω), von der Seite herankriechen oder-schleichen, παρείρπυσεν Ar. Eccl. 398, εἴσω 510, u. in später Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ερπύζω (ἑρπύζω), von der Seite herankriechen oder-schleichen, παρείρπυσεν Ar. Eccl. 398, εἴσω 510, u. in später Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek