- βαλλήν
βαλλήν, s. βαλήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλλήν, s. βαλήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλλήν — και βαλήν, ο (Α) 1. βασιλιάς 2. ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο συσχετισμός του τ. βαλλήν με λατ. dēbilis «ανάπηρος, ασθενής» ή με το χαρ. Α… … Dictionary of Greek
βαλλήν — king masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλήν — βαλλήν king masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)