δολία

δολία

δολία, , Benennung des Schierlings, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δολία — δολίᾱ , δόλιος crafty fem nom/voc/acc dual δολίᾱ , δόλιος crafty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δολίᾱ , δολία fem nom/voc/acc dual δολίᾱ , δολία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολίᾳ — δολίᾱͅ , δόλιος crafty fem dat sg (attic doric aeolic) δολίᾱͅ , δολία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλια — δόλιος crafty neut nom/voc/acc pl δόλιος crafty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολίας — δολίᾱς , δόλιος crafty fem acc pl δολίᾱς , δόλιος crafty fem gen sg (attic doric aeolic) δολίᾱς , δολία fem acc pl δολίᾱς , δολία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολίαν — δολίᾱν , δόλιος crafty fem acc sg (attic doric aeolic) δολίᾱν , δολία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • αλαμάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Ναυτικός από την Άνδρο. Υπηρέτησε στα πλοία του καπετάν Ανδρουλή, του Καρακωνσταντή και του Ιωάννη Μακρή. Πήρε μέρος στην επίθεση κατά της τουρκικής ναυαρχίδας, που ανατίναξε ο Κανάρης στη Χίο. Σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αλωπεκίζω — ἀλωπεκίζω (AM) 1. φέρομαι δόλια σαν αλεπού, εξαπατώ 2. (παρ. φρ.) «ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα», κλέβω τον κλέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • αντικλείδι — το (Α ἀντίκλεις, είδος, η) πανομοιότυπο κλειδιού για δόλια χρήση νεοελλ. 1. κλειδί με το οποίο ανοίγονται παρεμφερείς κλειδαριές 2. πλάγιο, δόλιο μέσο για να πετύχει κανείς κάτι …   Dictionary of Greek

  • αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”