δολο-φόνος

δολο-φόνος

δολο-φόνος, hinterlistig, meuchlerisch mordend; Aesch. Ag. 1100.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηριοφόνος — θηριοφόνος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία 2. κυνηγός θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + φόνος (< φόνος), πρβλ. δολο φόνος, ταυρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • καπροφόνος — καπροφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • ινδοφόνος — ἰνδοφόνος, ον (Α) (για τον Διόνυσο) ο Ινδολέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + φoνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • κητοφόνος — κητοφόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει κήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + φόνος (< θείνω), πρβλ. δολο φόνος, τυραννο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • λαθροφονευτής — λαθροφονευτής, ό, και λαθροφόνος, ον (Α) αυτός που δολοφονεί κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + φονευτής. Ο τ. λαθροφόνος < λάθρα + φόνος (πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος)] …   Dictionary of Greek

  • λαοφόνος — λαοφόνος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φόνος (< θείνω* «φονεύω»), πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοφόνος — λεοντοφόνος, ον (AM) αυτός που σκοτώνει λιοντάρια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντοφόνον είδος εντόμου τής Συρίας το οποίο έχει δηλητήριο φονικό για τα λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + φόνος (πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος)] …   Dictionary of Greek

  • αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… …   Dictionary of Greek

  • θυμοφονώ — θυμοφονῶ, έω (Α) πεθαίνω, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + φονώ (< φονος < φόνος), πρβλ. δολο φονώ, θηρο φονώ] …   Dictionary of Greek

  • χαιρησιφονώ — έω, Μ χαίρομαι με τους φόνους, είμαι αιμοχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω (πρβλ. αόρ. ἐ χαίρησ α) + φονῶ (< φονος < φόνος < θείνω), πρβλ. δολο φονῶ] …   Dictionary of Greek

  • δολοφονία — η (AM δολοφονία) [δολοφόνος] φόνος με δόλο, ενέδρα ή εκ προμελέτης νεοελλ. καταστροφή με δόλια μέσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”